Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Τα φρικαλέα Καρούλια Αγιου Ορους εικονες και video

ΑΣΚΗΤΕΣ ΣΕ ΑΠΟΚΡΥΜΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΑ.ΕΓΚΑΤΑΒΟΙΟΥΝ ΣΕ ΚΑΛΥΒΙΑ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΑ.
Δέν ξέρω ἄν ἔτυχε ποτέ νά διαβάσετε ἤ ν᾿ ἀκούσετε κάτι γιά τά φρικτά Καρούλια. Τόν τρομακτικό καί ἀπρόσιτο ἐκεῖνο γκρεμό στά ΝΔ τῆς Χερσονήσου τοῦ Ἄθω, πού εἶναι γνωστός μόνο ἀπό φωτογραφίες καί σλάιτς ἤ θεωρητικές ἀφηγήσεις προσκυνητῶν, οἱ ὁποῖοι ταξιδεύοντας γιά τή Λαύρα εἶχαν τή δυνατότητα νά τά περιεργαστοῦν μέσα ἀπό τό καραβάκι. Γιατί μέ τά πόδια εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο νά κατακτήσει κανείς τήν ἄγρια τούτη περιοχή, ὅπου στό παρελθόν ὀρθόδοξοι ἀναχωρητές εἶχαν χτίσει τίς ἀετοφωλιές τους, μιᾶς κι ὁ χῶρος προσφερόταν ἰδιαίτερα γιά τίς πνευματικές τους ἀπογειώσεις.

Ποιός ξέρει τί νά βρῆκαν σέ τούτη δῶ τή γωνιά τῆς γῆς οἱ ἀκροβάτες καλόγεροι καί τή διάλεξαν γιά προσφιλῆ κατοικία, τή στιγμή πού γιά τόν κοινό νοῦ μιά τέτοια ἐπιλογή μόνο τυχοδιῶκτες καί ἐπικίνδυνα ριψοκίνδυνοι τήν ἀποφασίζουν. Ἄνθρωποι δηλαδή πού δέχονται νά υἱοθετήσουν τήν περιπέτεια κι ὅταν ἀκόμη γνωρίζουν πώς ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα ἐγκυμονεῖ ἐκ προοιμίου κινδύνους γιά τήν ἰκμάδα τοῦ σώματος καί τήν ἀκεραιότητα τῆς ὑγείας.
Νά ᾿τανε μήπως ἡ ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας καί ἡ ἐπιβλητική ἀγριάδα τῶν κυματόβρεχων βράχων πού ἔρχονται νά πείσουν ἀκόμα καί τόν πιό δύσπιστο, ὅτι τά μεγαλεῖα τῆς φύσης εἶναι σέ θέση νά δώσουν σέ ὅποιον τά γεύεται τίς δυνατότητες γιά ἕνα πιό σταθερό καί οὐσιαστικό τρόπο ζωῆς; ῎Η νά ᾿ταν ἄραγε, ἡ αἴσθηση τῆς γαλήνης καί ἠρεμίας, πού τόσο ἀνέκφραστα εὐδοκιμεῖ στά Καρούλια ἐνισχύοντας σέ φύσεις ἀνήσυχες κάποιες φυγόκεντρες τάσεις, δηλαδή τήν κίνηση ἀπό τόν κόσμο μέ τή θορυβώδη ζωή, τή ρύπανση καί τό ρύπο, σέ παρθένες περιοχές, ἱκανές νά μετουσιώσουν σέ πράξη τήν ἀνθρώπινη ἐπιθυμία γιά ἀδιάλειτη προσευχή καί ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό;

Βάλθηκα, κρεμασμένος στή χοντρή ἁλυσίδα πού ᾿ναι κτισμένη στό βράχο, νά φτάσω ὥς τά Καρούλια, ἔστω κι ἄν μέσα μου κάτι μοῦ φώναζε πώς τέτοια ἐδάφη δέν κατακτοῦνται ἀπό ἐρασιτέχνες τοῦ πνεύματος κι ἀπό πρωτόπειρους ὀρειβάτες.

῎Ηθελα νά κατέβω στά φρικτά τά γκρεμά, ἔστω κι ἄν ἀντηχοῦσαν ἀκόμα στ᾿ αὐτιά μου τά λόγια κάποιου Κατουνακιώτη πώς «δύσκολα φτάνουν ἐκεῖ τουρίστες» κι ὅτι προπέρσι ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί χάθηκε στόν γκρεμό ἕνας γέροντας ἀσκητής πού ζοῦσε ᾿κεῖ πάνω». ῎Ημουν περίεργος νά γνωρίσω τόν τελευταῖο ξωμάχο, τόν ρῶσο καλόγερο, τόν π. Νικοντίμ, πού ἑξῆντα ὁλόκληρα χρόνια ζεῖ στήν ἄκρη τῆς γῆς συντροφιά μέ τά βράχια, τ᾿ ἀγριοπούλια καί τόν Θεό.

Τόν βρῆκα νά στέκει ἔξω ἀπό τήν καλύβα κρατώντας στό χέρι τό κομποσχοίνι καί κοιτάζοντας τόν ἥλιο κατάματα, λές κι ἤθελε νά τόν συγκρίνει μέ τόν δικό του τόν ῞Ηλιο τῆς Δικαιοσύνης, πού μιά ζωή τώρα ὑπερθερμαίνει καί συντηρεῖ τά ἔγκατα τῆς φτωχῆς του καρδιᾶς.
Ἦταν τριάντα χρονῶν τότε, νεαρός ἀξιωματικός τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ, ἦλθε γιά πρώτη φορά στήν ῾Ελλάδα μέ σκοπό νά πάει στό ῞Αγιο ῎Ορος νά προσκυνήσει στά μοναστήρια καί νά γνωρίσει τούς ἀσκητές πού ᾿χε ἀκούσει πώς εἶχαν βάλει στά κατεπείγοντα στόχο τους τήν ἀπαλλαγή ἀπό τόν φόρτο τῆς ὕλης καί τήν καταστολή τῶν παθῶν. Βρισκόταν ἐκείνη τήν ἐποχή στό ζενίθ τῶν μεταφυσικῶν του ἀναζητήσεων ὁ ρῶσος ἀξιωματικός, κι ἦρθε στό ῎Ορος μήπως καί ἔβρισκε αὐτό πού ζητοῦσε. Γιά νά μή φύγει ποτέ πιά ἀπό τοῦτον ἐδῶ τόν πλανήτη»…!
Εξῆντα ὁλόκληρα χρόνια σέ ἑλληνικό ἔδαφος κι ὡστόσο καμιά ἐπαφή μέ τή γλώσσα τοῦ τόπου πού ἔμπρακτα δέχτηκε νά γίνει ἡ δεύτερή του πατρίδα καί νά ὑπηρετήσει τίς ἐσωτερικές του ἐφέσεις,. ᾿
῎Αν κάποτε βρεθεῖτε στό ῞Αγιο ῎Ορος καί τό λέει ἡ καρδιά σας, ἀξίζει νά διακινδυνεύσετε ἕνα «περίπατο» στά φρικτά τά Καρούλια. ῎Αν στό μεταξύ ὁ π. Νικοντίμ ἔχει κλείσει τά μάτια του, κοιτάξτε κατάματα πρός τόν ἥλιο καί θά ἐντοπίσετε τό φωτοστέφανο ἀπό τή δικιά του στρατολογία νά προβάλει στόν οὐρανό εὔγλωττα καί ἐνδεικτικά.


Αναρωτιέμαι αν έχω ξαναδεί πιο χαρούμενο πρόσωπο από αυτό του π. Στέφανου ασκητή των φοβερών Καρουλιών του Αγίου Ορους . Σίγουρα όμως δεν έχω ξαναδεί πιο ιλαρό και πιο φωτεινό πρόσωπο . Τό πρόσωπο του λάμπει . Ο π. Στέφανος βιώνει από τώρα τον Παράδεισο . Μέσα στην καλύβα του γίνονται θαύματα .
Βλέποντας τον π. Στέφανο καταλαβαίνω γιατί μου αξίζει η κόλαση . Διότι στον παράδεισο θα υπάρχουν ψυχές σαν του π. Στέφανου.

Στα Καρούλια οι ασκητές ζούν σα τα πουλιά . Δεν καλλιεργούν και δεν αποθηκεύουν τίποτα , μόνο ότι τους στείλει ο Θεός . O τρόπος ζωής τους είναι ένα χαστούκι στον δικό μας σύγχρονο τρόπο ζωής , στον δικό μας τρόπο σκέψης που περιορίζεται μόνο στην ύλη ,πως θα καλοπεράσουμε, πως θα διασκεδάσουμε και δεν ασχολούμαστε καθόλου με τις πνευματικές ανάγκες της ψυχής μας .








ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ

ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΜΙΧΑΗΛ ΤΟΝ ΕΡΗΜΙΤΗ ΤΩΝ ΚΑΡΟΥΛΙΩΝ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ.




Ο π. Μιχαήλ, ο Ζηλωτής μοναχός που ζει σε μια ερημιά ανάμεσα στα Κατουνάκια και τα Καρούλια, είναι ένας άνθρωπος εκπληκτικά ανόμοιος με τους άλλους τους καλογήρους. Όχι τόσο επειδή τούτος εδώ ό καλόγερος με την καθαρότητα της καρδιάς, την απλότητα και την αγαθότητα που τον διακρίνουν κατορθώνει να συγκινήσει κάθε διαβάτη που θα ζητούσε να ξαποστάσει για λίγο στο φτωχικό του καλύβι, όσο γιατί ό π. Μιχαήλ, αν και Ζηλωτής και πραγματικός ασκητής, ωστόσο στα μεγάλα προβλήματα της ζωής δείχνει να έχει προσβάσεις καθόλου ευκαταφρόνητες.


Ερώτηση: Ποιο είναι, γέροντα, το όνομά σας;
Απάντηση: Πάτερ Μιχαήλ, αμαρτωλός, ελεεινός, ταλαίπωρος κι ακατάστατος.


Ερώτηση: Πόσα χρόνια έχεις εδώ;
Απάντηση: Δεν έχει σημασία αγαπητέ μου. Σημασία έχει το να 'χει κανείς αυτό που πρέπει, δηλαδή το αντίκρισμα Να εκτελεί με συνέπεια τα καθήκοντα του.


Ερώτηση: Και ποια είναι αυτά;
Απάντηση: Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών, όπως λέει και το βιβλίο. Ποιος τηρεί αυτά με συνέπεια;


Ερώτηση: Δεν τα τηρείτε; Ας τα πάρουμε ένα, ένα. Νηστεία, έχετε. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή δεν τρώτε...
Απάντηση: Ποιος στο 'πε; Κι αν τρώω Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο το διπλό, τότε που είναι ή νηστεία της Τετάρτης; Ένα πορτοκάλι ισοδυναμεί μ' ένα αυγό.
Τι να το κάνω αν δεν τρώω αυγό και τρώω δυο πορτοκάλια; Άλλα ας μη ξεχνάμε, νηστεία δεν είναι μόνο ή αποχή απ' τα φαγητά. Νηστεία σημαίνει κυρίως νέκρωση των παθών.
Ακινητοποίηση των αισθήσεων κι όχι αποχή από το κρέας, το τυρί και το γάλα.


Ερώτηση: Είστε μόνος εδώ ή μένει μαζί σας και άλλος;
Απάντηση: Μόνος. Ολομόναχος. Βέβαια, εννοείται, είμαι συντροφιά με το Θεό. Μόνος του δεν μπορεί να ζήσει κανείς. Χωρίς το Θεό ή ζωή γίνεται κόλαση.


Ερώτηση: Και με Τι συντηρείστε;
Απάντηση: Έχω εργόχειρο. Φτιάχνω μικρά πρεσαριστά σταυρουδάκια. Έχω πρέσα.


Ερώτηση: Βγαίνει μ' αυτό τον τρόπο το μεροκάματο;
Απάντηση: Όχι απλώς βγαίνει, αλλά και περισσεύει. Μακάρι να 'ταν κι άλλος να φάει. Τα υλικά, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν. Εκείνο που λείπει είναι ή αρετή. Δεν λέω λόγια και υπερβολές, αλλά την αλήθεια.


Ερώτηση: Όμως μέσα στον κόσμο υπερπλεονάζει ή αμαρτία. Το ξέρετε;
Απάντηση: Γιατί, στο Άγιο Όρος μήπως δε συμβαίνει το ίδιο; Αν, όπως λέτε στον κόσμο υπερπλεονάζει η αμαρτία, τότε υπερπλεονάζει κι ή χάρη. Ξέρετε μήπως να μου πείτε κι εμένα έστω ένα χώρο που να υπερπλεονάζει ή αρετή; Πέστε μου για να σας πω μπράβο.


Ερώτηση: Υπάρχουν εδώ στο Όρος άνθρωποι που διαθέτουν αρετή;
Απάντηση: Όλοι είναι καλοί και άγιοι. Εγώ είμαι ο τελευταίος καλόγερος. Δέστε τους μοναχούς που ζουν στην πρώτη γραμμή του πυρός, μέσα στα μοναστήρια, που είναι αναγκασμένοι να κάνουν υπακοή. Είναι μικρό πράγμα αυτό; Όποιος έχει υπακοή έχει αγάπη, ταπείνωση, υπομονή.


Ερώτηση: Κι εμείς οι λαϊκοί; Που θα πρέπει να κάνουμε υπακοή;
Απάντηση: Στην οικογένεια σας, Στη γυναίκα και τα παιδιά σας. Ό άντρας λ.χ. μέσα στην οικογένεια θα πρέπει κι αυτός να κάνει υπακοή στη γυναίκα και τα παιδιά του. Ό έγγαμος δε θα πρέπει ποτέ να επιβάλει μέσα στην οικογένεια του τη γνώμη του βάναυσα και σκληρά, αλλά να υποτάσσεται κι αυτός στο όνομα της αγάπης. Ή υπακοή δεν είναι μόνο υποχρέωση των καλογήρων, αλλά κάθε χριστιανού. Σκεφθείτε έναν πνευματικό, έναν εξομολόγο που θέλει πάντα να επιβάλει στον εξομολογούμενο τη γνώμη του εν ονόματι, δήθεν, της αρετής. Τι λέτε, είναι αυτός σωστός πνευματικός; Νομίζω πώς και ό εξομολόγος έχει το ίδιο καθήκον, να κάνει υπακοή στα πνευματικά του παιδιά μόνο και μόνο από ενδιαφέρον για διατήρηση της ενότητας μέσα Στην Εκκλησία κι από επιθυμία ό άνθρωπος να δέχεται ελεύθερα κι όχι καταπιεστικά τις εντολές του Θεού.


Ερώτηση: Δηλαδή και εμείς οι λαϊκοί που δεν είμαστε καλόγεροι μπορεί να σωθούμε;
Απάντηση: Μα Τι λέτε; Οι κοσμικοί δε βρίσκονται σε κατώτερη μοίρα από τους μοναχούς και νομίζω είναι αμαρτία μεγάλη να κάνει κανείς
διαχωρισμούς μέσα στην Εκκλησία και να κάθεται να ασχολείται με παιδαριώδη ζητήματα, όπως λ.χ. ποιος δρόμος είναι καλύτερος. Ό μοναχικός ή ό δρόμος των κοσμικών; Ξέρετε, όλοι οι δρόμοι και οι λεωφόροι και τα μονοπάτια και τα καντούνια εξυπηρετούν το ίδιο ζωτικές ανάγκες μέσα στη ζωή. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Θεό. Όποιον καλέσει ό Θεός να γίνει καλόγερος βεβαίως θα γίνει. Αλίμονο όμως αν όλος ό κόσμος εγκαταλείψει τις πόλεις και τα χωριά του για να πάει στο μοναστήρι. Τότε θα έλθει μια μέρα που θα εκλείψει από τη γη και το γένος των μοναχών.


Ερώτηση: Το μετάνιωσες που ήλθες εδώ;
Απάντηση: Για όνομα του Θεού. Κάθε άλλο. Μη γένοιτο. Μη γένοιτο. Άλλωστε, μήπως το καταλάβαμε πώς ήλθαμε εδώ και μήπως καθόμαστε μόνοι μας;


Ερώτηση: Αλλά με ποιόν;
Απάντηση: Με το Θεό. Μόνος του εδώ δεν θα μπορούσε κανείς να μείνει ούτε στιγμή.


Ερώτηση: Τον έχεις δει ποτέ το Θεό;
Απάντηση: Τι να σας πω τώρα. Αυτή η ερώτηση, συγγνώμη, αλλά είναι λίγο...


Ερώτηση: Βλακεία; Πες το.
Απάντηση: Όχι βλακεία, αλλά μοιάζει μ' εκείνο του Θωμά που είπε ότι αν δεν δω με τα μάτια μου δεν πρόκειται να πιστέψω.


Ερώτηση: Ξέρετε όμως, Εγώ είμαι ολιγόπιστος.
Απάντηση: Εγώ είμαι χειρότερος.


Ερώτηση: Έχεις δει κάποιο θαύμα;
Απάντηση: Θαύματα κάθε μέρα βλέπουμε. Όμως ξέρεις, ο κακός ο άνθρωπος και χίλια θαύματα να δει δεν πιστεύει. Ακόμα και νεκρός να αναστηθεί, πάλι δε θα το πιστέψει.


Ερώτηση: Ποιο συγκεκριμένο θαύμα έχεις δει;
Απάντηση: Υπάρχει μεγαλύτερο θαύμα απ' αυτό εδώ; Εγώ ο ταπεινός κι ελεεινός να ζω μονάχος εδώ στην έρημο... Κάνε μου τη χάρη. Θέλω να το συλλάβεις. Υπάρχει απ' αυτό μεγαλύτερο θαύμα; Εγώ πιστεύω πώς οπωσδήποτε αυτό είναι θαύμα. Ή δέστε κάτι ακόμα. Το ότι τόσα νέα παιδιά σήμερα ξεκινούν και από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, απ' όλη την οικουμένη, άλλος απ' την Αμερική, άλλος απ' την Ασία, άλλος απ' την Ευρώπη και σήμερα βρίσκονται εδώ στο Άγιο Όρος, αυτό δεν είναι θαύμα;


Ερώτηση: Τώρα έχουν έλθει στο Άγιο Όρος και πολλοί μορφωμένοι. Αυτό δεν είναι σημαντικό;
Απάντηση: Τι να τα κάνεις τα γράμματα; Καλά είναι, όμως αρχή σοφίας, φόβος Κυρίου. Άμα δε έχεις μέσα σου το Θεό, δεν αξίζουν τα γράμματα.


Ερώτηση: Τελευταία δημοσιεύονται στον Τύπο μερικές πληροφορίες από τα σκάνδαλα κληρικών. Τι εντύπωση σας κάνει αυτό;

Απάντηση: Ό καθένας μας είναι πολύ εύκολο να πέσει και να κατρακυλήσει. Ό κίνδυνος αυτός εκδηλώνεται για τον άνθρωπο και στα βαθιά γηρατειά. Μόνο ή πλάκα του τάφου θα τον απομακρύνει. όμως είναι αστείο να λέμε πώς σήμερα το μεγαλύτερο σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία είναι οι ανθρώπινες πτώσεις. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο δεν είναι αυτό αλλά ή σιωπή της Εκκλησίας μπροστά στα προβλήματα των καιρών. Ή Εκκλησία, ενώ κατέχει την Αλήθεια, την κρατάει κρυμμένη και δεν την φέρνει στο φως. Ή Ένοχη σιωπή της Εκκλησίας είναι σήμερα το μεγαλύτερο σκάνδαλο .



Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΣΤΑ ΄΄ΦΡΙΚΤΑ΄΄ ΚΑΡΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗ ΑΣΚΗΤΗ ΜΑΚΑΡΙΟ
Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.


http://www.youtube.com/watch?v=B_CkNkV_d88


















































































*************************************************



Τα Κατουνάκια Αγίου Όρους
Κάπου ψηλά στην κορυφή βρίσκεται ο περίφημος αγιογραφικός οίκος των Δανιηλαίων που καλείται από τους προσκυνητές «Όασις εν τη ερήμω». Πρόκειται τυπικά για ένα κελλί, αλλά ουσιαστικά είναι ένα μικρό μοναστηράκι. Οι μοναχοί ασχολούνται σήμερα με την αγιογραφια και έχουν προσφέρει εκατοντάδες έργα τους σε πολλούς ορθόδοξους ναούς της γης. Ο οίκος αυτός ιδρύθηκε πριν από 70 περίπου χρόνια από το λόγιο μοναχό Δανιήλ, προϊστάμενο της μονής Παντελεήμονος. Η απόδοση τέλος της αδελφότητας των Δανιηλαίων και στη βυζαντινή μουσική είναι μεγάλη. Δεν παύουν μάλιστα να δοξολογούν πρόθυμα τον Πλάστη και στα μεγάλα πανηγύρια του Όρους όπου καλούνται από τους άλλους μοναχούς.
Εικόνες για κατουνάκια αγίου όρους

















Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...
Twitter Bird Gadget Twitter Bird Gadget