Και των τεσσάρων νήσων του Θρακικού Πελάγους που
καταποντίστηκαν προς αμνημονεύτων χρόνων, όταν έσπασαν τα Δαρδανέλια και
χύθηκαν τα νερά της Μαύρης Θάλασσας στο Αιγαίο - Διαβάστε για να μάθετε την
ιστορία του τόπου μας
Δημοσιεύουμε σήμερα ένα σπάνιο κείμενο του Σαμοθράκος Ιατροφιλοσόφου
Νικολάου Β. Φαρδύ.
Αξίζει νομίζουμε την προσοχή σας.
Ως κέντρον των σεισμών της Σαμοθράκης και λειψάνων τεσσάρων
νήσων του Θρακικού Πελάγους προ αμνημονεύτων χρόνων καταποστισθεισών
Υπό Νικολάου Β. Φαρδύ του Σαμοθράκος
Tα Ζγόραφα είναι τρικαρηνός ύφαλος πέτρα, εν νηνεμία μόνον,
και μάλιστα όποτε συνέπεια βορειοανατολικού ανέμου αποσύρονται τα θαλάσσια
ύδατα, ορατή τοις παραπλέουσι ταύτην, λίαν δ’ επικίνδυνος τοις ναυτιλλομένοις,
κειμένη εν τω Θρακικώ πελάγει μεταξύ Θρακικής Χερσονήσου και Σαμοθράκης, εις εξ
περίπου μιλίων απόστασιν από του Αγκίστρου, άκρας ονομαστής επί της
βορειοανατολικής παραλίας της νήσου Σαμοθράκης.
Η ύφαλος αυτή, εν καιρώ γαλήνης, διακρίνεται επίσης εκ τίνος
υγράς ελαιώδους ουσίας, επιπλέουσης επί των περί αυτήν υδάτων της θαλάσσης και
αποπνέουσης οξείαν και πνιγηράν τίνα οσμήν πετρελαίου.
είται δε γεωγραφικώς επί του σημείου εκείνου, εν τω οποίω
συναντώνται η 40° ,28΄ μοίρα του βορείου πλάτους μετά της 25° ,51΄ του
μεσημβρινού, κατά τον Πινάκα ον εδημοσίευσεν ο κ. Α. Conze, εν τω Reise auf den
Jnseln des Thrakischen Meeres. (Hannover, 1860)
Η ύφαλος αυτή εφείλκυσε κατά πρώτον την προσοχήν μου τω
1874, οπότε, επιβαίνων ιστιοφόρου πλοίου και ευρεθείς εν καιρώ γαλήνης πλησίον
αυτής, ηδυνήθην ιδίοιςομμάσι να ιδώ την επί της θαλλάσης πλέουσαν ελαιώδη
ουσίαν, να δοκιμάσω εξ ιδίας αντιλήψεως και πεισθώ επί τέλους, ότι πρόκειται
ενταύθα περί πετρελαίου, του οποίου η πηγή βεβαίως κείται εν τω σώματι του
υφάλου τούτου πέτρου.
Ότε δε τω 1877 εκτίζετο εισέτι η Εκκλησία της Σαμοθράκης,
(Mittheilungen des K. Deutschen arch. Instituts, Athen 1893, Tομ. XVIII, σελ.
348, εν τη υποσημειώσει.) παρουσιάσθεις αυτοκλήτως, κατά μήνα Μάιον του αυτού
έτους, τοις επιτροποίς της Εκκλησίας ο σπογγαλιεύς καπετάν-Νικόλαος εκ Σύμης,
προέτεινεν αυτοίς, ίνα τω δώσωσιν εργατάς και πλοίον φορτηγόν, όπως εξαγάγη διά
την Εκκλησίαν εκ του πυθμένος της υφάλου Ζγόραφατους μαρμάρινους κιόνας,
οίτινες ευρίσκονται εκεί.
Κεντήθεις δ’ εκ της προτάσεως ταύτης, εζήτησα
λεπτομερέστερας πληροφορίας περί του πράγματος και έμαθον, ότι ο βράχος της
υφάλου Ζγόραφα είναι μέγας και ονομαστός δια τε το ποσόν και το ποιόν των
σπόγγων, οίτινες φύονται επ’ αυτού, ότι η επ’ αυτού σπογγαλιεία είναι λίαν
επικίνδυνος δια την συχνήν φοίτησιν εκεί υπερμεγέθων και παντός είδους ιχθύων
και, ότι επ’ αυτού ευρίσκονται πολλά ίχνη κτιρίων, εφ’ ων διακρίνονται αι
θύραι, τα παράθυρα, κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα και εν γένει πολλά λείψανα,
μαρτυρούντα την παλαί πότε κατοίκησιν του μέρους εκείνου.
Ακριβώς δε, η τελευταία αυτή είδησις διήγειρεν εν εμοί τον
πόθον της μελέτης του θέματος τούτου (Ετέρα μελέτη μου εξ ισού ενδιαφέρουσα την
Θράκην και την Σαμοθράκην είναι “Τα επί της νοτίου Θρακικής παραλίας
Σαμοθρηϊκία τείχεα”, αναγνωσθείσα εν τη τακτική συνεδρίασει του εν Κων/πόλει
Ελλ. Φιλολογ. Συλλόγου τη 29 Απριλίου 1896 και δημοσιευθείσα εν τω “Έβρω”
Ανδριανουπόλεως τη 12 Ιουν. 1896, Έτος Ε΄, αριθ. 66 και 67).
Βεβαίως, η παρουσία τοιαύτης ύλης εν τω πυθμένι της
θαλλάσης, συνεπάγεται το συμπέρασμα, ότι παλαί ποτέ το μέρος εκείνο έκειτο
υπεράνω της επιφάνειας της θαλλάσης και ότι, συνέπεια γεωλογικών μεταβολών εξ
ηφαιστειωδούς, ή, άλλης τίνος αιτίας, κατεποντίσθη. Τούτο δε βεβαίουσιν
αποχρώντως τα τε διαφορά φυσικά φαινόμενα και αι μαρτυρίαι των αρχαίων
συγγραφέων.
Η παρουσία πετρελαίου επί της υφάλου Ζγόραφα, τα θερμά
μεταλλικά ύδατα των Θερμών επί της νήσου Σαμοθράκης(“Τα θερμά νερά της νήσου
Σαμοθράκης” υπό Ν. Β. Φαρδυ, εν τω “Έβρω” Ανδριανουπόλεως, 3 Ιουλίου 1896. Έτος
Ε΄, αριθ. 72) και ο ακατάπαυστος υποχθόνιος βρόμος μετά δονήσεων κατά το μάλλον
και ήττον σφόδρων του εδάφους αυτής μαρτύρουσι την παρουσίαν μετάλλων εν τοις
στερνοίς του ουκ ευαγκάλου τούτου όγκου και την ακατάπαυστον ηφαιστειώδη
εργάσιαν εν αυτώ.
Τα ωραία και περικάλλη οικοδομήματα των Καβείρων, το
Αρσινόειον, το Πτολέμειον, η Στοά, ως εκ των τελευταίων αρχαιολογικών ερευνών
κατεδείχθη, κατέρρευσαν υπό σεισμών (Archives des missions scientifiques etc.
2me serie, Tom IV, 2me livraison. Paris, 1867, pag. 254. –Neue archeol. Untersuhungen auf Samothrake, vou
A, Conze, A. Hausen, O Bendorf, Wien, 1880. Band. II, S. 116), η δε
διεύθυνσις των καταπεσόντων κιόνων μαρτυρεί, ότι η διεύθυνσις των σεισμών εκείνων
ήτο απ’ ανατολών και βορρά προς δυσμάς και νότον.
Η γή, οι λίθοι, και η καθόλου άποψις του εδάφους της νήσου
Σαμοθράκης μαρτύρουσιν,ότι προ αμνημονεύτων χρόνων υπέστη μεγάλας γεωλογικάς
μεταβολάς και εδαφικάς αναστατώσεις, ο δε διάσημος γεωγράφος του αιώνος κ.Ε.
Kiepert. ανεκάλυψεν επί της υψηλοτάτης κορυφής της Σαμοθράκης, μεταξύ των ορεών
Φεγγάρι, Άγιος Ηλίας και Αγία Σοφία, τον κρατήρα μεγάλου ηφαιστείου προ
εκατοντάδων αιώνων αποσβεσθέντος
(Την είδησην ταύτην κατά πρώτον έσχον παρά του D. Abrad von
Degen εκ Βουδαπέστης, επισκεφθέντος την Σαμοθράκην τω 1889, χάριν ζωολογικών,
βοτανικών και ορυκτολογικών ερευνών).
Ο σεισμός της 28/9 Φεβρουαρίου 1893 (“Οι σεισμοί της
Σαμοθράκης” του 1893, υπό Ν. Β. Φαρδυ, εν τω “Νεολόγω” Κων/πόλεως, έτος ΚΖ΄.
Αριθ. 7049, 7051, 7071, 7173, έτος ΚΗ΄., αριθ. 7199, 7359.), είναι εξ εκείνων,
οίτινες κατά περιόδους επαναλαμβανόμενοι άφηκαν ίχνη της διαβάσεως αυτών.
Η εμφάνισις των θερμών μεταλλικών υδάτων και η κατάπτωσις
των αρχαίων ναών της Παλαιοπόλεως, βεβαίως εις τοιούτου είδους σεισμικάς
δονήσεις οφείλονται.
Το, κατά τον τελευταίον τούτον σεισμόν, από των Θέρμων μέχρι
του Κήπου μέγα ρήγμα εις τους πρόποδας του όρους, η καθίζισις του εδάφους κατ’
έκτασιν της παραλίας εν τω ιδίω τούτο μέρει, και το μέγα κύμα, όπερ κατέκλυσε
την ιδίαν ταύτην παραλίαν προς στιγμήνκαι πάλιν εις τα ιδία επανήλθεν, είναι
τρανά μαρτύρια περί του κέντρου της καταστροφής του τελευταίου τούτου σεισμού.
Μάλιστα δε, η παραλία του Αγκίστρου, ήτοι ακριβώς το μέρος
εκείνο, όπερ ανταποκρίνεται εις τα Ζγόραφα, υπέστη την μεγαλειτέραν ζημίαν.
Το σεισμικόν κύμα, έχον ύψος πέντε περίπου μέτρων,
κατέκλυσεν όλην την εκεί πλησίον επιπέδον γήν και παρέσυρε πάντα τα επ’ αυτής,
αι δε οικοδομαί του εκεί Ιβηριτικού Μετοχίου έγειναν εν ακάρει σωρός λίθων άμορφος.
Ταύτα λοιπόν πάντα έχων υπ’ όψιν, δεν εδίστασα, ήδη από της
εποχής εκείνης, να θεωρήσω το μέρος εκείνο ως κέντρον των τελευταίων τούτων
σεισμών, μετ’ επιφυλάξεως δε και πάντων των προγενεστέρων.
Κατά τον Διοδώρον τον Σικελιώτην “οι Σαμόθρακες ιστορούσι
πρό των παρά τοις άλλοις γενομένων κατακλυσμών έτερον εκεί μέγαν γενέσθαι, το
μεν πρώτον του περί τας Κυανέας στόματος ραγέντος, μετά δε ταύτα του
ΕλλησπόντουΧ το γαρ εν τω Πόντω πέλαγος λίμνης έχον τάξιν μέχρι τοσούτου
πεπληρώσθαι δια των εισρεόντων ποταμών, μέχρις ότου δια το πλήθος παρεκχυθέν το
ρεύμα λάβρως εξέπεσεν εις τον Ελλήσποντον και πολλήν μεν της Ασίας της παρά
θάλασσαν, επέκλυσεν ουκ ολίγην δε και της επιπέδου γης εν τη Σαμοθράκη θάλατταν
εποίησεΧ και δια τούτο εν τοις μεταγενεστέροις καιροίς ενίους των αλιέων
ανεσπακέναι τοις δικτύοις λίθινα κιονόκρανα, ως και πόλεων κατακεκλυσμένων
(Βίβλ. Ε. παρ. 47).”
Την είδησην ταύτην προφανώς αναφέρει ο Διόδωρος ούχι ως
ιστορικόν γεγονός τοις πάσι γνωστόν και προαποδεδειγμένον, αλλ’ ως παράδοσιν
διασωθείσαν παρά τοις Σαμοθράξι και κατά συνέπειαν χρηζούσαν ελέγχου.
Παρατηρούμεν όθεν δικαίως, ότι ύδατα τα οποία θα ήρχοντο από
του Πόντου και θα είχον τόσην δύναμιν, ώστε ν’ ανοίξουν τα περί τας Κυανέας
στόμα και το του Ελλησπόντου, δεν θα κατέκλυζον μόνην την Σαμοθράκην και
“πολλήν της Ασίας”, ως αναφέρει η παράδοσις, αλλά και πάσας τας παρακείμενας
νήσους, και όλην την παραλίαν της Θράκης και Μακεδονίας, το σε πράγμα θα
εγίνετο αισθητόν καθ’ απάσαν την Μεσόγειον και ούτω δεν θα ήτο άγνωστον πάσι
τοις ιστοριογραφοίς.
Τούτου δ’ ένεκεν και ημείς, λαμβάνοντες ως θετικήν
πληροφορίαν τον καταποντισμόν μέρους της εν Σαμοθράκη επιπέδου γης,
παραδεχόμεθα ως αιτίαν αυτού, ούχι πλέον τον κατακλυσμόν, ον αναφέρουσιν οι
σύγχρονοι του Διοδώρου συμπατριωταί μου, αλλά καθίζισιν τίνα του εδάφους,
όμοιαν εκείνης, ήτις και ενταύθα και εις άλλα μέρη της Μεσογείου, κατά τους
τελευταίους τούτους χρόνους, συνέβη συνέπεια σεισμών εξ ηφαιστειώδους, ή, άλλης
τινός εργασίας ενεργουμένης εις τα έγκατα της νήσου ταύτης.
Ο Πλίνιος εν τη Φυσική Ιστορία του λόγον ποιούμενος περί
Σαμοθράκης, της οποίας την γεωγραφικήν θέσιν και τας σχέσεις αυτής προς τας
παρακείμενας νήσους και χώρας ορίζει μετά μεγάλης λεπτομέρειας, επισυνάπτει,
ότι μεταξύ Χερσονήσου και Σαμοθράκης έκαιντο παλαί πότε η Αλόννησος, η Γηθωνή,
η Λαμπώνια και η Αλωπεκόννησος, αίτινες ήδη επί της εποχής αυτού ήσαν άγνωστοι
(Natur. Histor. Lib. IV, Cap. 12, παραγρ. 23).
Η πληροφορία αυτή του Πλίνιου είναι σαφής και ευκρινής.
Πρόκειται περί 4 νήσων κειμένων μεταξύ Θρακικής Χερσονήσου και Σαμοθράκης,
αίτινες προ αιώνων κατεποντισθήσαν και των οποίων η μνήμη διετηρείτο είσετι επί
των χρόνων αυτού.
Συνδυάζοντες όθεν όλας τας πληροφορίας, όσας εν τοις
εμπρόσθεν διελάβομεν, ήτοι:
α΄) μεν ότι η Σαμοθράκη ανέκαθεν υπήρξε χώρα ηφαιστειώδης
και ότι έτι και νυν συχνάκις ταράσσεται υπό σεισμών, των οποίων το κέντρων
ευρίσκεται εις το βορειοανατολικόν μέρος της νήσου παρά τη ύφαλω Ζγόραφα,
β΄) δε ότι επί της υφάλου Ζγόραφα έτι και νυν απαντώνται
ερείπια οικοδομών, κίονες, κιονόκρανα και μάρμαρα,
γ΄) ότι, κατά την είδησην του Διοδώρου, εγνώριζον οι
σύγχρονοι αυτώ Σαμοθράκες, ότι μέρος της επιπέδου γης της νήσου των, όπερ
άλλοτε ήτο κατωκημένον ευρίσκετο ήδη υπό τα ύδατα της θαλάσσης,
δ΄) ότι, κατά την πληροφορίαν του Πλίνιου, διέσωσε τέως η
μνήμη των ανθρώπων την ύπαρξιν τεσσάρων νήσων, κειμένων εν τω Θρακικώ πελάγει
μεταξύ Χερσονήσου και Σαμοθράκης, δυνάμεθα να εικάσωμεν μετά πάσης θετικότητας,
ότι πάλαι πότε η Σαμοθράκη συνειχετο μετά της απέναντι Θράκης, ότι τίνι
καθίζισει του εδάφους, ήτις είναι η του κατακλυσμού, ον αναφέρει ο Διόδωρος,
απεχωρίσθη η Σαμοθράκη και εσχηματίσθησαν εν τω μέσω αι τέσσαρες νήσοι, των
οποίων τελευταίον ίχνος αναπέμεινεν η κορυφή της υφάλου Ζγόραφα.
Εις υποστήριξιν δε της εικασίας ταύτης έρχεται και η περί
την Σαμοθράκην υδρογραφία, εξ ης πληροφορούμεθα, ότι ενώ μεταξύ Ίμβρου και
Σαμοθράκης τα ύδατα είναι λίαν βαθέα, τουναντίον μεταξύ Αίνου και Σαμοθράκης το
βάθος αυτών είναι όλως ασήμαντον, δίο και ανέκαθεν επεκράτησεν η ιδέα, ότι
ημέραν τίνα θα ενωθή η Σαμοθράκη μετά της Αίνου, δία της συσωρεύσεως
παντοείδους ύλης, ην ο Έβρος διαρκώς κατασύρει εις την θάλασσαν.
------
*** Νικόλαος Φαρδύς: Σαμοθρακίτης ιατροφιλόσοφος.
Σπουδασμένος στην Αθήνα και τη Γαλλία, ο Φαρδύς δίδαξε ως δάσκαλος στην Κορσική
και γύρισε μετά στο νησί του γιατρεύοντας τους συντοπίτες του, μελετώντας τις
παλιές πέτρες και γράφοντας μελέτες για την ιστορία της πατρίδας του και άρθρα
για την χωρίς τόννους και πνεύματα γραφής.
Έγινε δήμαρχος στο νησί του και μολονότι πέθανε στα τέλη του
προηγούμενου αιώνα οι κάτοικοι τον θυμούνται και τον μνημονεύουν γιατί στάθηκε
ο σπουδαιότερος Σαμοθρακίτης της εποχής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου